γονίμους

γονίμους
γόνιμος
productive
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • MULAE Foecundae — in Phrygia, Syria, Cappadocia et Africa. Aristoteles Histor. Animal. l. 6. c. 36. Ε᾿ισὶ δὲ εν Συρίᾳ ὁι καλούμενοι ἡμίονοι, ἕτερον γένος τῶ εν συνδυασμοῦ γινομένων ἵππου καὶ ὄνου, ὅμοιοι δὲ τὴν ὄψιν, Sunt in Syria muli dicti ab iis diversi generis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • εκουίζετο — Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των εκουιζετιδών. Αναπτύσσεται συνήθως σε υγρούς τόπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει έξι είδη: ε. το μείζον, ε. το αρουραίο, ε. το δασικό, ε. το ελόβιο, ε. το πολύκλαδο και ε. το χειμερινό. Το υπόγειο… …   Dictionary of Greek

  • ριζοκαρπικός — ή, ό, Ν βοτ. (για φυτό) αυτός που κάθε χρόνο δίνει νέους ποώδεις γόνιμους βλαστούς από ένα υπόγειο πολυετές στέλεχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. rhizocarpe (< ρίζα + καρπός)] …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • ζιγκίβερη — (zingiberis). Γένος φυτών της οικογένειας των σκιταμνοειδών. Το γνωστότερο είδος είναι η ζ. η φαρμακευτική, που διακρίνεται για τα παχιά της ριζώματα και τα δύο είδη βλαστών: τους άγονους, τα φύλλα των οποίων είναι λογχοειδή, και τους γόνιμους,… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Πιζέμσι, Αλεξέι Θεοφiλάκτοβιτς — (Ράμενιε, Κοστρόμα 1820 – Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Σπούδασε μαθηματικά και φυσική στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, αλλά προτίμησε μια θέση δημόσιου υπάλληλου για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε στα περιοδικά Ο Μοσχοβίτης, Ο… …   Dictionary of Greek

  • Σπανούδη, Σοφία — Ελληνίδα μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και πιανίστα (Κωνσταντινούπολη 1879 Αθήνα 1952). Γόνος παλιάς φαναριώτικης οικογένειας (ο πατέρας της Σταύρος Ιωαννίδης ήταν αντιπρόσωπος των Πατριαρχείων στην Υψηλή Πύλη), μετά την αποφοίτηση της από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”